ενθεσπίζω

ενθεσπίζω
ἐνθεσπίζω (AM)
(για τον θεό) υπαγορεύω ενδομύχως σε κάποιον χρησμούς, προφητείες («τοῡ ἐνθεσπίζοντος ἐν αύτῷ θείου πνεύματος», Ευσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”